σκορπιστικός

σκορπιστικός
σκορπ-ιστικός, ή, όν,
A dissipative,

φυμάτων Gal.14.242

, cf. Simp.in Ph.1186.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκορπιστικός — ή, όν, Α [σκορπιστός] αυτός που διασκορπίζει και, κυρίως, αυτός που εξαλείφει κάτι …   Dictionary of Greek

  • σκορπιστικόν — σκορπιστικός dissipative masc acc sg σκορπιστικός dissipative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορπιστικῆς — σκορπιστικός dissipative fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορπιστικῇ — σκορπιστικός dissipative fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”